- παρεγκλιτικός
- παρεγ-κλῐτικός, ή, όν,A in a slanting direction,
κίνησις Diog.Oen.33
.II Adv. -κῶς symbolically, Tz.Proll.Com. 2.10 p.27 Kaib.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
κίνησις Diog.Oen.33
.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
παρεγκλιτικός — ή, όν, ΜΑ [παρεγκλίνώ] αυτός που ακολουθεί πλάγια διεύθυνση. επίρρ... παρεγκλιτικῶς Μ συμβολικά … Dictionary of Greek
παρεγκλιτικῶς — παρεγκλιτικός in a slanting direction adverbial … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)